κασσία

κασσία
(Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο διαδεδομένο είδος είναι η κ. η αυλοειδής, που ζει στις τροπικές χώρες. Πρόκειται για δέντρο ύψους έως 10 μ. με φύλλα σύνθετα αποτελούμενα από 8-12 λογχοειδή μικρά φύλλα και άνθη χρυσοκίτρινα κατά μακρούς κρεμαστούς βότρυες. Ο καρπός της είναι χέδροπας μήκους 20-50 εκ., ευθύς ή λίγο κυρτός, κυλινδρικός, διαμέτρου 1,5-2 εκ., προστατευμένος εξωτερικά από έναν μαυριδερό ξυλώδη φλοιό, ενώ εσωτερικά περιέχει σκοτεινόχρωμη σάρκα, γλυκιά και αρωματική, που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό. Μέσα στη σάρκα υπάρχουν πολυάριθμοι σκληροί σπόροι. Από την κ. τη στενόφυλλη χρησιμοποιούνται ως καθαρτικό τα φυλλάρια, που ονομάζονται σένα ή σηναμική. Η κ. είναι αυτοφυής σε θερμές περιοχές της Αυστραλίας και της Αφρικής. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς τα είδη κ. η πολυανθής και κ. η κορυμβανθής, που δίνουν άφθονα κίτρινα άνθη τον Οκτώβριο. Ανθισμένος βλαστός της κάσσιας της αυλοειδούς.
* * *
η
βλ. κασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κασσία — κασσίᾱ , κασσία fem nom/voc/acc dual κασσίᾱ , κασσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίᾳ — κασσίᾱͅ , κασσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίας — κασσίᾱς , κασσία fem acc pl κασσίᾱς , κασσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίαν — κασσίᾱν , κασσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίαις — κασσία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίην — κασσία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίης — κασσία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασία — και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη) νεοελλ. γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά μσν. αρχ. το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • Кассия Константинопольская — У этого термина существуют и другие значения, см. Кассия. Кассия Константинопольская …   Википедия

  • касиа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κάσσια) род пряного дерева; дикая корица.    …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”